κονίστρα

κονίστρα
η (ΑM κονίστρα)
νεοελλ.
κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα»)
μσν.-αρχ.
1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και κυλιούνταν οι παλαιστές
2. κάθε τόπος καλυμμένος με σκόνη
αρχ.
1. τόπος κυλίσματος που σχηματίζουν τα πτηνά για να κάθονται στη σκόνη («ὅταν ποιήσωνται ἐν τῷ λείῳ κονίστραν ἐπηλυγασάμενοι ἄκανθάν τινα καὶ ὕλην... τίκτουσι καὶ ἐπῳάζουσιν», Αριστ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το δάπεδο τού θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ- (πρβλ. μέλλ. κονίσ-ω τού κονίω) + επίθημα -τρα (πρβλ. ξύσ-τρα, παλαίσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κονίστρα — κονίστρᾱ , κόνιστρα place covered with dust fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίστρᾳ — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίστρα — η το πνευματικό ή πολιτικό πεδίο, όπου διαγωνίζεται κανείς με τους άλλους: Νεότατος κατέβηκε στην πολιτική κονίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονίστρας — κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem acc pl κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίστραι — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίστραις — κόνιστρα place covered with dust fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕАТР —    • Theatrum,          Θέατρον.     I. Греческий Т.          Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… …   Реальный словарь классических древностей

  • КОНИСТРА —    • Conisterium,          Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”